- ἄλιθος
- ἄ-λιθος, ohne Steine
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
άλιθος — ἄλιθος, ον (Α) [λίθος] 1. (για εδάφη, γαίες) ο μη πετρώδης 2. αυτός που δεν περιέχει πέτρες 3. (για κοσμήματα) που δεν είναι ποικιλμένος με πολύτιμους λίθους 4. που δεν πάσχει από λιθίαση … Dictionary of Greek
ἄλιθος — without stones masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλιθον — ἄλιθος without stones masc/fem acc sg ἄλιθος without stones neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλίθους — ἄλιθος without stones masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλιθα — ἄλιθος without stones neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
ἅλιθα — ἄλιθα , ἄλιθος without stones neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)